- παρελθούσῃ
- παρέρχομαιiboaor part act fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρελθούσηι — παρελθούσῃ , παρέρχομαι ibo aor part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευεστώ — εὐεστώ, οῡς, ἡ (Α) 1. η καλή κατάσταση, ησυχία, ηρεμία, ευτυχία («ἐν τῇ παρελθούσῃ εὐεστοῑ», Ηρόδ.) 2. τίτλος έργου τού Δημοκρίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εστώ (< εστί), δωρ. τ. τού ουσία] … Dictionary of Greek